- ακατακράτητος
- -η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) [κατακρατῶ]1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχήμσν.ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.
Dictionary of Greek. 2013.