ακατακράτητος

ακατακράτητος
-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) [κατακρατῶ]
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκατακράτητον — ἀκατακράτητος masc/fem acc sg ἀκατακράτητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”